- πανύψηλος
- -η, -ο / πανύψηλος, -ον, ΝΜπάρα πολύ ψηλός, ο υψηλότατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ὑψηλός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανύψηλος — η, ο ο πολύ ψηλός, ο θεόρατος, πελώριος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
ακροκόρυφος — η, ο (Μ ἀκροκόρυφος, ον) 1. ο πανύψηλος 2. το ουδ. ως ουσ. το άκρο τής κορυφής, το ψηλότερο σημείο μσν. το αποκορύφωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + κόρυφος < κορυφή] … Dictionary of Greek
αστρογείτων — ἀστρογείτων, ον (Α) αυτός που γειτονεύει με τ άστρα, ο πανύψηλος … Dictionary of Greek
θεόψηλος — η, ο ο πολύ ψηλός, ο πανύψηλος … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
ουρανομήκης — ες (ΑΜ οὐρανομήκης, όμηκες) 1. αυτός που φαίνεται να φτάνει σε ύψος ώς τον ουρανό, πανύψηλος («δένδρεα οὐρανομήκεα», Ηρόδ.) 2. μτφ. έντονος, δυνατός (α. «ουρανομήκεις ζητωκραυγές» ενθουσιώδεις, δυνατές ζητωκραυγές β. «οὐρανομήκη ῥήξατε κἀμοὶ… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
τετράψηλος — η, ο, Ν πολύ ψηλός, πανύψηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τετρ(α) * + ψηλός] … Dictionary of Greek
υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… … Dictionary of Greek